- αιματοκύλισμα
- το кровопролитие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιματοκύλισμα — το και κυλισμός, ο [αιματοκυλίζω] αιματηρή σύρραξη, αιματοχυσία, φονικό … Dictionary of Greek
αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ … Dictionary of Greek
αιματοκυλισιά — η [αιματοκυλίζω] το αιματοκύλισμα … Dictionary of Greek
αιματοχυσία — η (Μ αἱματοχυσία) [aἱματόχυτος] νεοελλ. αιματηρή σύρραξη, αιματοκύλισμα μσν. έκχυση αίματος, αιματεκχυσία* … Dictionary of Greek
Άντινγκτον, Χένρι — (Henry Adington, 1757 – 1844). Άγγλος πολιτικός. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των συντηρητικών το 1783 (λόρδος Σίντμουντ). Αργότερα έγινε πρωθυπουργός (1801 4) και υπουργός Εσωτερικών (1813 21). Ευθύνεται για το αιματοκύλισμα του συλλαλητηρίου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
(αι)ματοκύλισμα — το, ατος τραυματισμοί, φόνοι, σφαγή: Αυτό που έγινε ήταν σωστό ματοκύλισμα. ματοκύλισμα το το αιματοκύλισμα, η σφαγή: Το ματοκύλισμα του εμφύλιου πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)